κώλος — ο (Μ κῶλος) το κατώτατο άκρο τού εντερικού σωλήνα, ο πρωκτός νεοελλ. 1. τα οπίσθια, οι γλουτοί, ο πισινός 2. το πίσω μέρος ρούχων που εφάπτεται στους γλουτούς («τρύπησε ο κώλος τού παντελονιού») 3. η βάση ή ο πυθμένας αγγείου, καλαθιού κ.λπ.… … Dictionary of Greek
νεότητα — και νιότη και νιότης, η (ΑΜ νεότης, Μ και νεότη, Α δωρ. και κρητ. τ. νεότας και επικ. τ. νεοίη) [νέος] 1. η ιδιότητα τού νέου, η νεανική ηλικία, τα νιάτα (α. «στην καρδιά μου τη θλιμμένη την νεότητα ευθυμεί», Σολωμ. β. «ἁ νεότας μοι φίλον, ἄχθος… … Dictionary of Greek
καθύβρισ' — καθύ̱βρισα , καθυβρίζω treat despitefully aor ind act 1st sg καθύ̱βρισο , καθυβρίζω treat despitefully plup ind mp 2nd sg καθύ̱βρισο , καθυβρίζω treat despitefully perf imperat mp 2nd sg καθύ̱βρισε , καθυβρίζω treat despitefully aor ind act 3rd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)